Ο Μαστρογιάννης και ο βοηθός του ο Στέφανος κατασκευάζουν μια μικρή εξέδρα, πάνω στην οποία θα στηθεί μια γκιλοτίνα, για να αποκεφαλιστεί ένας κλέφτης από το βουνό. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής κι ενόσω η εξέδρα ανεγείρεται οι πρωταγωνιστές συζητούν:
Σ: Δεν ξέρω μάστορα… Μπορεί και να ’χεις δίκιο…
Μ: Τι πάλι;
Σ: Εμένα το χέρι μου βαραίνει που φτιάχνουμε αυτήν την εξέδρα.
Μ: Και σένα τι σε μέλει; Δεν πρέπει να τιμωρηθεί ο μάγκας;
Σ: Δεν είμαι δικαστής για να κρίνω… Όμως, δεν μου πάει ούτε πρόκα να καρφώσω.
Μ: Κάρφωνε γιατί δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Εμείς το μόνο που φτιάχνουμε είναι αυτό: Μια εξέδρα, μια σκαλωσιά.
Σ: Δεν είναι μόνο μια σκαλωσιά μάστορα…
Μ: Αυτό είναι – τίποτε άλλο. Τέσσερις κολώνες με ένα πάτωμα. Ούτε καρμανιόλες, ούτε κρεμάλες. Μην το σκέφτεσαι λοιπόν… δεν είναι δουλειά μας να το σκεφτόμαστε. Εμείς φτιάχνουμε.
Σ: Εμείς φτιάχνουμε;
Στην πορεία ανακύπτουν ακόμα περισσότερα ζητήματα, που μετασχηματίζουν την πλοκή αλλά και την ίδια την εξέδρα…
Το έργο διαδραματίζεται στη σκιά ενός πραγματικού ιστορικού γεγονότος: Της εισαγωγής για πρώτη φορά στην Ελλάδα μιας γκιλοτίνας για αυτόν τον σκοπό και των αντιδράσεων που γέννησε η νεοεισαχθείσα «μηχανή». Ωστόσο, παρότι το ίδιο το γεγονός βρίσκεται πανταχού παρόν μέσα στο έργο, εμποτίζοντάς το με την έντασή του, ταυτόχρονα παραμένει στο παρασκήνιο. Οι λεπτομέρειες και η χρονική του τοποθέτηση παραμένουν ασαφείς ώστε να αναδειχθούν τα διαχρονικά ζητήματα και πολιτικά διακυβεύματα που σχετίζονται με τη δημιουργία κάθε έργου.